- χημειοθεραπευτικός
- και χημικοθεραπευτικός, -ή, -ό, Ν [χημειοθεραπεία]1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά(φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών κυττάρων, χωρίς να βλάπτουν κατά το δυνατόν τον ξενιστή οργανισμό ή τους γύρω ιστούς2. φρ. «αντιπαρασιτικά χημειοθεραπευτικά»(φαρμ.) χημειοθεραπευτικά που καταπολεμούν μονοκύτταρα πρωτόζωα και πολυκύτταρους έλμινθες.
Dictionary of Greek. 2013.